Λίγο φως…

Χθες με τρόμαξες για λίγο. Ήρθα κι έτρεμες ολόκληρος, ίδρωνες παρόλο που δεν είχες πυρετό… Κι η μητέρα σου εκεί, δίπλα, να σου σκουπίζει τον ιδρώτα, να αγωνιά, να σου λέει να ηρεμήσεις. “Είναι που θέλει να ξυπνήσει” μου λέει, “γι αυτό είναι αναστατωμένος”. Το πιστεύω κι εγώ αυτό. Άκουγες την κάθε μας λέξη, ταραζόσουν, έσφιγγες και πάλι τους μύες των χεριών, τρεμόπαιζες τα βλέφαρα σου…

“Θα γίνεις καλά” του έλεγε συνέχεια, “ξύπνα, να καθαρίσεις τα ψαράκια σου, να μου φτιάξεις καφέ όπως εσύ ξέρεις να τον φτιάχνεις, να βάλεις τη μουσική σου να γεμίσει πάλι το σπίτι…” Άκουγα σαστισμένη. Η φωνή της μάνας που πονεί και δεν το δείχνει, που είναι δυνατή για το παιδί της και προσπαθεί να του μεταδώσει αυτή τη δύναμη, να του δώσει κίνητρο, πνοή… ” Είναι κι η Ν. σου εδώ, δίπλα σου…”

“Εδώ είμαι καλέ μου κι εγώ, σε περιμένω κι εγώ να ξυπνήσεις… Να δεις τι ωραίο ήλιο έχει έξω, καλοκαιριάζει, να πάμε βόλτα στην παραλία… Να έρθω κι εγώ σπιτάκι σου να με κεράσεις καφέ, να ακούσουμε μουσική, να κοροϊδέψουμε τα ψαράκια…”

Αυτό κάναμε θυμάμαι, ήταν κάποια ψαράκια στη γυάλα με περίεργες φάτσες και συνήθειες, ένα που του άρεσε να τρομοκρατεί τα άλλα, δύο τρία άλλα ήταν μονίμως φουσκωμένα από το πολύ φαί και ένα άλλο είχε στραβή μούρη, κτυπούσε τη μούρη του στο γυαλί κι αυτή είχε στραβώσει… Γελούσαμε με τα καμώματα τους. Έστριβες το τσιγάρο σου και χαμογελούσες, γελούσες με τις βλακείες μου κι έλαμπε το πρόσωπο σου ολόκληρο… Πρώτη φορά είδα άνθρωπο να γελάει με όλο του το πρόσωπο, το στόμα, τα μάτια, τα μάγουλα, το μέτωπο, τ΄αυτιά, όλα γελούσαν κι ανέδιδες μια χαρά και ηρεμία ταυτόχρονα… Ηρεμούσα κι εγώ όταν σε έβλεπα, η χαρά σου ήταν αληθινή, δυνατή, όταν την ένιωθες. Διέδιδες τότε γύρω σου μια θετική ενέργεια που με κάλυπτε σαν πέπλο και ένιωθα κι εγώ ασφαλής, ένιωθα ότι κάτι πήγαινε σωστά, ότι έτσι έπρεπε να νιώθουμε κι οι δύο. Ευτυχισμένοι κι ασφαλείς ο ένας στην παρέα του άλλου. Άλλοτε σκοτείνιαζες πάλι, κοιτούσες το τσιγάρο στο χέρι σου και χανόσουν… Σε παρακολουθούσα, σε άφηνα έτσι για λίγο και σκεφτόμουν τι να πω για να σπάσω τη σιωπή… Μια βλακεία και πάλι ξεσπούσαμε σε γέλια… Με κοίταζες με το παιδικό σου βλέμμα και κρεμμόσουν από τα χείλη μου… Κάποτε θυμάμαι ένιωθα άβολα με αυτό σου το βλέμμα, σιγά σιγά όμως έγινε το αγαπημένο μου, ήξερα ότι εκείνη τη στιγμή ήσουν εκεί, μαζί μου, μακριά από όλα που σε προβλημάτιζαν… Κι ένιωθα ευθύνη. Είχα ευθύνη να είσαι εσύ καλά, άλλωστε δεν είχες φίλους πολλούς κι εγώ ήμουν η αγαπημένη σου. Κάποτε το ένιωθα μεγάλο βάρος, αλλά ταυτόχρονα με γέμιζε όσο τίποτα άλλο, ήξερα ότι είχα κάπου έναν άνθρωπο που με αγαπά όπως είμαι χωρίς ποτέ να ζητήσει αντάλλαγμα. Πρέπει να είσαι ο μόνος άντρας που με αγάπησε τόσο πολύ, για τόσο πολύ… Κι εγώ σ΄αγαπώ… Ελπίζω να το ξέρεις, να το θυμάσαι εκεί που είσαι τώρα, εκεί που ταξιδεύει το μυαλό σου… Μου είσαι πολύτιμος, έχεις μια από τις καλύτερες θέσεις στην καρδιά μου και δε θα σου την πάρει κανείς, ποτέ! Κάποτε με είχαν βάλει να διαλέξω. Διάλεξα εσένα. Η καλύτερη μου επιλογή.

Τώρα… Τώρα φοβάμαι το μέλλον. Φοβάμαι το άγνωστο. Δεν ξέρω τι θα γίνει και πως θα το αντιμετωπίσω. Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι ότι μπορεί να φύγεις. Όχι τώρα, όχι έτσι. Μετά από χθες γέμισα και πάλι με ελπίδες… Σου μιλούσα και γύρισες λίγο, αργά, το κεφάλι σου προς το μέρος μου! Τα μάτια σου τρεμόπαιζαν, σα να προσπαθούσες να με δεις, να δεις ότι όντως είμαι εκεί, να μου δείξεις ότι με ακούς… Χαμογέλασα όσο πιο πλατιά μπορούσα. Δε μπορείς να φανταστείς πόση χαρά μου έδωσες… Γι αυτό σου λέω. Μάζεψε δυνάμεις και ξύπνα… Θα είμαι δίπλα σου, θα είμαστε δίπλα σου. Σε αγαπώ, σε αγαπούμε…

Leave a comment